Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστράγγισμα [apostráŋɟizma] το,
- ① = αποστράγγιση η 1
- ② last remaining liquid in a container, residuum, residue (syn αποστράγγι):
- τ' ~ του βαρελιού
[der of αποστραγγίζω]



