Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστράγγι
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστράγγι [apostráŋɟi] το,
  • remainder of liquid in a container, residuum, residue (syn αποστραγγίδι 1, απόσωσμα 2b, σώσμα):
    • τ' ~ του βαρελιού

[fr postmed (Somavera) αποστράγγι, w. suff -ιν, der of αποστραγγίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστραγγίδι [apostraŋɟí∂i] το,
  • ① = αποστράγγι
  • ⓐ fig last remaining thing, thought or feeling:
    • o κατασκευαστής διαλαλεί σε πρώτο πρόσωπο τα αποστραγγίδια καρδιάς και νου, νομίζοντας πως αναστένει έτσι ποιητική μορφή (Apostolakis)
  • ② mass of pressed olives, grapes etc:
    • τ' ~ των σταφυλιών |
    • τ' ~ από το λάδι (Sterea) |
    • στέμφυλα έλεγαν οι αρχαίοι τ' αποστραγγίδια από τις ελιές στα λιοτρίβια (Saratsis) [der of MG *αποστραγγίδιν (whence Rhodes αποστραγγίν, this fr -στραγγί

[δ]ιν), der of αποστραγγίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστραγγίζω [apostrangízo] -ομαι Ρ2.1 : απομακρύνω από πολύ υγρά εδάφη το νερό που πλεονάζει, με τα κατάλληλα τεχνικά έργα, κάνω αποστράγγιση: Aποστραγγίστηκαν χιλιάδες στρέμματα σε ελώδεις περιοχές.

[λαϊκό ενεργ. αποστραγγίζω `στραγγίζω τελείως΄ < ελνστ. ἀποστραγγίζομαι (μαρτυρείται στη σημ.: `σταματώ΄), λόγ. σημδ. γαλλ. égoutter]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστραγγίζω [apostraŋɟízo] ipf αποστράγγιζα, aor αποστράγγισα (subj αποστραγγίσω), pf & plupf έχω-είχα αποστραγγίσει, mediop αποστραγγίζομαι, pf & plupf έχω-είχα αποστραγγισθεί
  • ① exhaust contents by drawing them off, dry, empty, drain (syn στραγγίζω, near-syn αποξεραίνω 1):
    • ~ ορυχείο unwater a mine |
    • ~ το ποτήρι |
    • αποστραγγίσαμε μια κανάτα κρασί |
    • η υπόγεια σήραγγα κατασκευάζεται για να αποστραγγίσει τις λίμνες Λυσιμαχίας και Tριχωνίδος (Varelas) |
    • όταν γευθεί ένας λαός το ίδιο του το αίμα, δύσκολα ξεσυνηθίζει να επιθυμεί τη γεύση αυτή, έστω κι αν ξέρει ότι έτσι αποστραγγίζει το ίδιο του το σώμα (Kanellop) |
    • πήρε το φλιτζάνι του καφέ, ανακάτεψε καλά καλά το καφεζούμι και το αποστράγγισε (LAkritas) |
    • την τελευταία φορά που την είδε της είπε για τα βάλτα που έπρεπε ν' αποστραγγιστούν (Proussis)
  • ⓐ fig exhaust, empty, drain (off) (syn απομυζώ 2b, αρμέγω, L εξαντλώ):
    • οι Bενετσάνοι κ' οι Γενοβέζοι πάσκιζαν ν' αποστραγγίσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του νησιού (Panagiotop) |
    • ο ακαδημαϊσμός είχε αποστραγγίσει, είχε κάνει πλαδαρά και άτονα τα εκφραστικά μας μέσα (Papanoutsos)
  • ② empty, drain, extract (fr) (syn απομυζώ 2, αποξεραίνω 2, αποστεγνώνω 1b):
    • επαρχιώτες και Aθηναίοι τα βάνουνε με τον αθηναϊκό απορροφητήρα που αποστραγγίζει τους χυμούς του πνεύματος και της τέχνης (Palaiologos) |
    • έδωσε στην παράσταση αρχαιόπρεπο ιερατικό χαρακτήρα .. χωρίς να αφήσει τα σχήματα να αποστραγγίσουν την έμπνευσή του και τον δημιουργικό του οίστρο (Thrylos)
  • ③ press, squeeze, wring (syn ξεστραγγίζω, στίβω, στραγγίζω):
    • ~ τη σακούλα, τις ντομάτες |
    • ~ τα ρούχα της μπουγάδας |
    • άδραξε ύστερα με τα χέρια το μακρύ του μαλλί και το αποστράγγισε (SPapageorgiou)
  • ④ fig wring out, squeeze out, extract:
    • δεν είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία η ανάγκη που αισθάνεται κανείς να επιστρέφει κάθε τόσο στους τόπους τούτους, και ν' αποστραγγίζει εντατικότερα την ομορφιά και την αθανασία του φυσικού περιβάλλοντος (Panagiotop) |
    • ό,τι εξαιρετικό έχει να παρουσιάσει η σύγχρονη βετανική ψυχή, έρχεται ο γαλλικός μαγνήτης και το αποστραγγίζει (Papatsonis)
  • ⑤ mi intr αποστραγγίζομαι become empty, drain (syn στραγγίζομαι):
    • .. το φεγγάρι | που αποστραγγίζουνταν .. | γάλα ποτίζοντας μεθυστικό τα σωθικά του ανθρώπου (Kazantz Od 11.859)
  • ⓑ fig become emptied or drained of feelings, emotions etc (syn αποξεραίνω 2b, στραγγίζομαι):
    • ο μορφωμένος τεχνικός δεν αποστραγγίζεται από τον ανθρωπισμό του (Papanoutsos)

[fr postmed ← K ἀποστραγγίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστράγγιση η [apostrángisi] Ο33 : η απομάκρυνση του νερού από τα πολύ υγρά εδάφη με κατάλληλα αποστραγγιστικά συστήματα: Mε την ~ αποξηραίνονται οι βαλτώδεις εκτάσεις και γίνονται καλλιεργήσιμες.

[λόγ. αποστραγγι- (αποστραγγίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. égouttement]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστράγγιση [apostráŋɟisi] η, gen αποστράγγισης & αποστραγγίσεως (L)
  • ① draining, drainage, drying (syn αποξήρανση 1b, αποστράγγισμα, στράγγισμα):
    • βαλβίδα αποστραγγίσεως draining valve |
    • φρεάτιον αποστραγγίσεως catch basin |
    • ~ δεξαμενών tank draining, stripping |
    • τυχόν ~ του βάλτου ισοδυναμεί για το βάτραχο με μια τοπική συντέλεια του κόσμου (Valaoras) |
    • στην κονίστρα του σταδίου βρέθηκε το λίθινο ρείθρο, με μικρές λεκάνες κατ' αποστάσεις για την ~ του νερού (Dakaris) |
    • πριν την ~ το νερό της λίμνης ή των ελών απέδιδε θερμότητα καθ' όλην την νύκτα (KPikros)
  • ② fig exploitation, draining (syn απομύζηση L, αφαίμαξη L, άρμεγμα, βύζαγμα):
    • ~ της οικονομικής ικμάδας |
    • το βιοτικό επίπεδο των ευρωπαϊκών λαών, είχε φτάσει τόσο ψηλά χάρη στην ασύστολη ~ του πλούτου άλλων ηπείρων (Christidis)
  • ⓐ emptying out or draining (syn στράγγισμα):
    • η "Στροφή" περιέχει ποιήματα καθαρής καλλιτεχνικής άσκησης, πειράματα αποστράγγισης όλης της ρομαντικής ταραχής (Spandonidis) |
    • δεν υπάρχει ο Σαίξπηρ στη γερμανική απόδοση· είναι αριστοτεχνική, είναι όμως κατόρθωμα και ως ~ της εσωτερικής ουσίας των σονέτων του Σαίξπηρ (Kanellop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποστράγγισις, der of αποστραγγίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστράγγισμα [apostráŋɟizma] το,
  • ① = αποστράγγιση η 1
  • ② last remaining liquid in a container, residuum, residue (syn αποστράγγι):
    • τ' ~ του βαρελιού

[der of αποστραγγίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστραγγισμένος, -η, -ο [apostraŋɟizménos] (& αποστραγγιγμένος)
  • ① drained (syn στραγγισμένος):
    • ~ τόπος |
    • οι Iάπωνες έτρωγαν ένα ρύζι νερόβραστο κι ανάλατο, αποστραγγισμένο, συμπυκνωμένο σε μια μάζα (Thrylos) |
    • ο σουμεριακός πολιτισμός ξαπλώθηκε γοργά στα γόνιμα αποστραγγισμένα εδάφη των μεγάλων ποταμών (NPlaton)
  • ② fig deprived of vitality or spirit, desiccated, dried, drained (syn αποξεραμένος 2, αποστεγνωμένος 2, στραγγισμένος):
    • οι στενόκαρδοι προνοητικοί διάλεξαν την προσκόλληση στις αποστραγγισμένες συνήθειες (Thrylos) |
    • κάτι βάραινε αυτόν εδώ τον άνθρωπο και τον έριχνε αποστραγγισμένο στο τραπέζι απάνω (LAkritas) |
    • η όρασή μας είναι κουρασμένη και ναρκωμένη πια από το χιλιοϊδωμένο και αποστραγγιγμένο είδωλο του κατά σύμβαση ωραίου (Papanoutsos)
  • ⓐ discussed thoroughly, exhausted (near-syn εξαντλημένος):
    • το ζήτημα φαίνεται εξαντλημένο, αποστραγγισμένο, κλειστό (Papanoutsos)

[ppp of αποστραγγίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστραγγισμός [apostraŋɟizmós] ο, (L) fig
  • depriving of meaning:
    • τα άφθονα λόγια περί πατριωτισμού, θρησκείας και δημοκρατίας, κατάφεραν να πείσουν τους πάντες περί της εξαντλητικής μέχρι αποστραγγισμού της εννοίας των, εμπορίας (Kolyva)

[der of αποστραγγίζω w. suff -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστραγγιστήρας ο [apostrangistíras] Ο2 : αυλάκι ή αγωγός όπου διοχετεύεται το νερό που αποστραγγίζεται.

[λόγ. αποστραγγισ- (αποστραγ γίζω) -τήρ > -τήρας]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες