Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστράβωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστράβωμα [apostrávoma] το,
  • complete blindness:
    • ~ σ' έπιασε;

[der of αποστραβώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες