Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστασίλα [apostasíla] η,
- fatigue, weariness (syn απόσταμα, αποσταμάρα, αποσταμός, κάματος, κόπωση, κούραση):
- επέσανε χάμου τ' άλογα από την ~ |
- μ' έπιασε μια ~! (Pelop)
[der of αποστασία w. suff -ίλα]
- fatigue, weariness (syn απόσταμα, αποσταμάρα, αποσταμός, κάματος, κόπωση, κούραση):



