Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσταμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποσταμός ο.
  • Kόπωση, κούραση:
    • ουκ έδειξεν αποσταμόν εκ τον σκιασμόν εκείνον (Θησ. Θ´ [95]).

[<αποσταίνω (II) + κατάλ. μός. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταμός [apostamós] ο,
  • ① fatigue, tiredness, weariness (syn απόσταμα):
    • ένας ~, δε μπορώ ν' ανοίξω τα μάτια μου
  • ② stop:
    • poem λες μυστικός τροχός που κίνησε κι αποσταμό δεν έχει (Kazantz Od 17.5)

[der of αποστ- w. suff -αμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες