Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσταμένος, -η, -ο [apostaménos] (& Kazantz ποσταμένος)
- tired, fatigued, exhausted (syn κατάκοπος, κουρασμένος):
- ~ γλάρος, ναύκληρος, ταξιδιώτης |
- αποσταμένη αγάπη, πέρδικα |
- αποσταμένο πνεύμα, πόδι, πουλάκι |
- αποσταμένα μάτια, στήθη, χέρια |
- ~ φαίνεσαι, πού έτρεχες; (Xenop) |
- ο θεός .. παίρνει ενός θνητού την όψη, για να δώσει κουράγιο στους αποσταμένους κι απελπισμένους Έλληνες (Kakridis) |
- ένοιωθε πάντα πολύ ~ και δεν είχε τη μπόρεση ούτε να γυρίσει δίπλα το κεφάλι (Myriv) |
- ο Φωτεινός είναι κουρνιασμένος στ' αμπρί του, ένα κουβαριασμένο, αποσταμένο κορμί (LAkritas) |
- το βαρύ κεφάλι πέφτει αποσταμένο στην ανοιχτή παλάμη (KPapa) |
- folks. βλέπω τις νιες και στρώνανε τα ξήστρωτα κρεβάτια | για να 'ρτει ο νιος, να κοιμηθεί, πόρχεται ~ (Theros) |
- poem αποσταμένοι ναύτες | μακριά ν' αναπαυθούμε (Solom) |
- .. πενήντα χρόνους κλέφτης | τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ' ~ | θέλω να πάω να κοιμηθώ (Valaor) |
- τρεις μέρες κάμπο κάμπο περπατούν, τρεις νύχτες ποσταμένοι | κάτω από τ' άστρα οι πυργοσάμαροι ξαπλώνουνται ελεφάντοι (Kazanatz Od 18.607)
[ppp of αποστένω]
- tired, fatigued, exhausted (syn κατάκοπος, κουρασμένος):



