Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσταμάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταμάρα [apostamára] η, s. απόσταμα, το
:
  • από τη μεγάλη του κούραση και τη μεγάλη του ~ (Christovasilis) |
  • ο δρόμος της ημέρας κ' η ~

[der of αποσταμός w. suff -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες