Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστακτήρας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστακτήρας ο [apostaktíras] Ο2 : συσκευή με την οποία γίνεται η απόσταξη.

[λόγ. αποστακ- (αποστάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. distillateur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστακτήρας [apostaktíras] ο,
  • distillation flask, still (syn αποστακτήριο 1, λαμπίκος):
    • ο φαρμακοποιός θα 'δινε στην αγορά σαπούνια και θα 'φερνε απ' την Aυστρία τελειότερους αποστακτήρες (TAthanasiadis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποστακτήρ, der of αποστάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες