Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσταθεροποίηση η [apostaθeropíisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσταθεροποιώ και η κατάσταση που προκύπτει από την ενέργεια αυτή. ANT σταθεροποίηση: Aνατρεπτικά στοιχεία επιδιώκουν την ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος.
[λόγ. αποσταθεροποιη- (αποσταθεροποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσταθεροποίηση [apostaθeropíisi] η, gen αποσταθεροποίησης & αποσταθεροποιήσεως, pl αποσταθεροποιήσεις
- destabilization:
- όχι αναστατώσεις και αποσταθεροποιήσεις |
- δημιουργείται κλίμα αποσταθεροποιήσεως |
- ο ιμπεριαλισμός και η αντίδραση ακολούθησε τη στρατηγική της αποσταθεροποίησης |
- επιδιώκουν ~ της πολιτικής καταστάσεως της Kύπρου |
- καλλιεργούν κλίμα ανησυχίας με προφανή σκοπό την ~ της δημοκρατίας |
- ~ και καταστροφή του κράτους των πολυεθνικών εταιριών στην Iταλία
[fr kath αποσταθεροποίησις, cpd w. σταθεροποίηση]
- destabilization:



