Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστέρηση η [apostérisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποστερώ, στέρηση ή απώλεια κάποιου αγαθού ή κάποιας ιδιότητας, που θεωρούνται βασικά, απαραίτητα: H ~ των πολιτικών δικαιωμάτων. Συναισθηματική ~, που προκαλείται από την αδυναμία να ικανοποιήσει κάποιος τις συναισθηματικές του ανάγκες. Σύνδρομο αποστέρησης, στερητικό σύνδρομο.
[λόγ. < αρχ. ἀποστέρη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστέρηση [apostérisi] η, gen αποστέρησης (L)
- deprivation (syn στέρηση, near-syn απογύμνωση):
- ~ ελπίδας, κέρδους |
- ~ πολιτικών δικαιωμάτων |
- ανακαλούνται οι αποστερήσεις της ελληνικής ιθαγένειας από 97 πολιτικούς πρόσφυγες |
- διαπιστώνονται στο ιστορικό του παιδιού συνθήκες συναισθηματικής και ψυχολογικής αποστέρησης |
- το δεύτερο ταξίδι .. του 'χε αφήσει στην ψυχή τη λαβωματιά από μιαν ~ (Prevelakis)
[fr kath αποστέρησις ← postmed (Somavera), pap (4th c.) ← AG ἀποστέρησις]
- deprivation (syn στέρηση, near-syn απογύμνωση):



