Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστέγνωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστέγνωση [apostéγnosi] η,
  • deterioration through deprivation or loss of stimulating or inspiring qualities, desiccation (near-syn αποξήρανση 2):
    • ένας κόσμος με λαμπρό παρελθόν πήγαινε γοργά προς τη θρησκευτικήν ~ (Papanoutsos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποστέγνωσις, der of αποστεγνώνω; cf also στέγνωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες