Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστάφυλο [apostáfilo] το, usu pl αποστάφυλα τα,
- grapes left on the vine at harvest (syn τσάμπουρο):
- κόβω τ' αποστάφυλα
[fr postmed (Somavera) αποστάφυλα, cpd w. σταφύλιν]
- grapes left on the vine at harvest (syn τσάμπουρο):



