Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστάτρια [apostátria] η, (L) relig
- one who has renounced her religious faith, apostate, renegade (syn αποστάτισσα, αρνησίθρησκη):
- ~
[fr PatrG ἀποστάτρια (Theod. Studites), der of ἀποστάτης]
- one who has renounced her religious faith, apostate, renegade (syn αποστάτισσα, αρνησίθρησκη):



