Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσπόρι το [apospóri] Ο44α : (λαϊκότρ.) το υστερότοκο παιδί, συνήθ. μειωτικά για παιδί που γεννήθηκε από ηλικιωμένους γονείς.
[απο- σπόρι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπόρι [apospóri] το,
- SIMA2>last-born child, youngest child (syn απογέννι, Bενιαμίν, στερνοπαίδι, στερνοπούλι):
- τ' ~ του |
- ύστερ' από χρόνια γεννήθηκε ο Nίκος, τ' ~ (Tsirkas) |
- δείχνουν πως δεν λησμόνησαν ακόμα την τέχνη να οδηγούν και να προστάζουν, είναι τ' αποσπόρια της πλούσιας και δυνατής γενιάς των αρχηγών (Chourmouzios) |
- μήπως και θάρρεψες, πως θα τα κρύψεις τ' αποσπόρια σου από το βλέμμα του Aλλάχ; (Petsalis) |
- poem μπορεί και να 'χει δίκιο το άπνογο βασιλικό ~ (Kazantz Od 10.699) |
- και χαροπλανταμένο, αλάλητο, το ρηγικό ~ | πολληώρα ακόμα εγροίκαε τη φωνή .. (id. 18.804)
- ① usu pl αποσπόρια τα, leftovers, leavings, remainders (syn αποδιαλεγούδια, απομεινάρια):
- δεν πιάνεις αποσπόρια· κάθε καλάδα σού φέρνει χοντρό ψάρι απάνου (Zappas)
[fr postmed (Somavera), substantiv. n of απόσπορος]
- SIMA2>last-born child, youngest child (syn απογέννι, Bενιαμίν, στερνοπαίδι, στερνοπούλι):



