Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπόντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπόντα [apospónda] adv
  • ① billiards or pool bank shot or cushion shot:
    • χτύπημα ~
  • ② indirectly, by innuendo, by allusion (syn αναγυριστικά1, πλάγια, συγκεκαλυμμένα, με υπαινιγμούς, με υπονοούμενα):
    • μου το 'πε ~ |
    • ο ~ κλέφτης, υπάλληλος δεν συλλαμβάνεται |
    • ας πούμε είσαι στα φανερά φίλος του ντε Γκάσπαρι, αλλ' ~ θέλεις να του τη φέρεις (Venezis) |
    • προτιμά τον πλάγιο τρόπο για να υποβάλει το αίτημά του, το λέει ~ (Palaiologos) |
    • θα το θυμάσαι δα και συ (~ για την ηλικία μου), την εποχή εκείνη οι Aμπελόκηποι ήταν χέρσα χωράφια (Tachtsis) |
    • rembetiko ξανά το παραμύθι σου το ρίχνεις ~ | παράτησε τα πονηρά, ρε μάγκα, Παμεινώντα (IPetrop)

[cpd fr phr από σπόντα, this fr n. σπόντα; see also σπόντα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες