Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπουδάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπουδάζω [apospu∂ázo] aor αποσπούδασα (& αποσπούδαξα)
  • complete one's studies:
    • δεν αποσπούδασε ακόμη ο γιος του δείνα |
    • αποσπούδαξε πια τώρα και δυο χρόνια |
    • πήγαινε στα μεγάλα σκολειά με τους γραμματικούς κι όταν αποσπούδαξε έβαλε στο νου του να φύγει (Loukatos)

[fr MG αποσπουδάζω ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες