Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπουδάζω [apospu∂ázo] aor αποσπούδασα (& αποσπούδαξα)
- complete one's studies:
- δεν αποσπούδασε ακόμη ο γιος του δείνα |
- αποσπούδαξε πια τώρα και δυο χρόνια |
- πήγαινε στα μεγάλα σκολειά με τους γραμματικούς κι όταν αποσπούδαξε έβαλε στο νου του να φύγει (Loukatos)
[fr MG αποσπουδάζω ← PatrG, K]
- complete one's studies:



