Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσπερνός -ή -ό [apospernós] Ε1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που συμβαίνει ή που γίνεται αποβραδίς, βραδινός.
[μσν. αποσπερινός με συγκ. του άτ. [i] < αποσπέρ(α) -ινός (δες στο αποσπερίτης)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπερνός1 [apospernós] ο,
- the planet Venus seen in the evening, evening star (syn αποσπερίτης):
- είδε ν' αντιφεγγίζει τρεμουλιαστό τ' αχνό φως του αποσπερνού (Dizikirikis) |
- poem έσβησ' ο ήλιος, κι ο θαμπός ~ | ξεπροβοδάει το λείψανο χλωμής ημέρας (Malakasis)
[substantiv. m of αποσπερνός2]
- the planet Venus seen in the evening, evening star (syn αποσπερίτης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπερνός2, -ή, -ό [apospernós] (& αποσπερινός & απόσπερνος)
- appearing or occurring during the evening (syn αποβραδινός 1, απόσπερος):
- ~ άνεμος, δρόμος |
- αποσπερνή δροσιά |
- αποσπερνό αγιάζι, καντήλι, φως |
- απ' τον ποταμό αναδύθηκαν οι αποσπερνές γλαυκές αντάρες (Karagatsis) |
- poem .. όλα σας τα γραμμένα, |..| δεν είναι τίποτε μπροστά στο καταφρονεμένο, | στ' άγραφο, στ' αποσπερινό τραγούδι κλ (Palam) |
- το δάσος που λαχτάριζες |..| τώρα ναν το ξεχάσεις, | διαβάτη αποσπερνέ (Malakasis) |
- στο θρο του απόσπερνου όνειρου | μια ελεγεία εθρύλει (Melachrinos)
[fr postmed (Somavera), MG αποσπερινός, der of αποσπέρα or cpd w. εσπερινός]
- appearing or occurring during the evening (syn αποβραδινός 1, απόσπερος):



