Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπερμάτωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπερμάτωση [apospermátosi] η, (L)
  • emission of semen, ejaculation (syn εκσπερμάτωση L, χύσιμο)

[fr kath (neol) αποσπερμάτωσις, der of *αποσπερματώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες