Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσπασματικότητα η [apospazmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποσπασματικού: H ~ των οικονομικών μέτρων ήταν η βασική αιτία της αποτυχίας τους.
[λόγ. αποσπασματικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπασματικότητα [apospazmatikótita] η, (L)
- fragmentary state or nature (syn αποσπασματικό):
- η ~ του έργου του ποιητή |
- η μέθοδος αυτή δίνει συχνά την εντύπωση της αποσπασματικότητας (Varikas) |
- την ορμητικότητα της κίνησης με δυσκολία μας επιτρέπει να την ανασυνθέσουμε η ~ της μορφής της θεάς (ADelivorias, adapted)
[fr kath (neol) αποσπασματικότης, der of αποσπασματικός]
- fragmentary state or nature (syn αποσπασματικό):



