Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπέρνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποσπέρνω.
  • Tελειώνω τη σπορά:
    • (Λίβ. Esc. 1090).

[<πρόθ. από + σπέρνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπέρνω [apospérno] aor απόσπειρα
  • finish sowing:
    • απόσπειρε τα χωράφια του |
    • δεν αποσπείραμε ακόμη

[fr MG αποσπέρνω, cpd w. σπέρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες