Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσκυβαλίζω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκυβαλίζω [aposcivalízo] pass 3sg αποσκυβαλίζεται, aor subj αποσκυβαλιστεί
  • ① region. free fr refuse or chaff, winnow:
    • έφταξε η ώρα ν' αποσκυβαλιστεί ο καρπός (Prevelakis)
  • ② (L) fig treat as dirt or refuse, treat contemptuously:
    • αποσκυβαλίζουν τα ιερά και τα όσια |
    • αποσκυβαλίζουν το λόγο |
    • αποσκυβαλίζεται η πεθαμένη παράδοση (Panagiotop) |
    • το λογικό άρχισε να εισχωρεί μέσα στη μεγάλη ποίηση της ελληνικής ψυχής και να την αποσκυβαλίζει (Theodorakop)

[der of αποσκύβαλο or fr kath αποσκυβαλίζω ← MG (schol.), PatrG ← K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go