Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσκευή
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσκευή η [aposkeví] Ο29 : 1.(συνήθ. πληθ.) γενική ονομασία για τις βαλίτσες, τους σάκους, τα δέματα και ό,τι άλλο μεταφέρει κάποιος όταν ταξιδεύει: Tο αυτοκίνητο έχει ειδικό χώρο για τις αποσκευές. Δίχτυ αποσκευών, σε τρένο ή λεωφορείο. Στο αεροδρόμιο γίνεται έλεγχος αποσκευών. Έχει πολλές αποσκευές, μπαγάζια. 2. (μτφ., πληθ.) για κτ. που φέρνει μαζί του κάποιος ως προσφορά ή εφόδιο: Ο ξένος απεσταλμένος έχει στις αποσκευές του ενδιαφέρουσες προτάσεις.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποσκευή· 2: σημδ. γαλλ. bagages (πληθ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αποσκευή η.
  • Tο σύνολο των σκευών:
    • (Έκθ. χρον. 7114
    • την αποσκευήν την χρειώδη του πολέμου (Iστ. πολιτ. 4517).

[μτγν. ουσ. αποσκευή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκευή [aposceví] η, usu pl αποσκευές οι, (L)
  • ① luggage, baggage, gear (syn μπαγάζια, near-syn βαλίτσες):
    • μαζεύω, μεταφέρω, φορτώνω αποσκευές |
    • αίθουσα αποσκευών baggage checkroom |
    • δελτίο αποσκευών baggage check |
    • ανεβήκαμε μαζί στο βαπόρι και τώρα περνούμε τη Mάγχη καθισμένοι στις αποσκευές μας (Theotokas) |
    • ο Iάπωνας τουρίστας μπορεί να ταξιδεύσει χωρίς καμιά ~ (Thrylos) |
    • ο καθένας ταξιδεύει με το φιλότιμο στις αποσκευές του (Panagiotop)
  • ② fig the sum of one's mental or psychological assets, equipment:
    • επιστημονική, ιστορική, πνευματική, φιλολογική ~ |
    • το παιδί που εγγράφεται στο σχολείο έχει μια ~ εύχρηστων λέξεων γύρω στις χίλιες (Geros) |
    • ο Γύφτος (του Παλαμά) είχε τα εξωτερικά γνωρίσματα και την ψυχική ~ της γυφτουριάς (Chourmouzios)

[fr kath αποσκευή ← MG, PatrG ← K (also pap)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go