Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκελέτωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσκελέτωση η [aposkelétosi] Ο33 : υπερβολικό αδυνάτισμα που κάνει έναν άνθρωπο ή ένα ζώο να φαίνεται σαν σκελετός.

[λόγ. αποσκελετω- (δες αποσκελετώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκελέτωση [aposcelétosi] η, (L)
  • ① reduction to a skeleton, emaciation:
    • ~ των ασθενών
  • ② fig reduction to a skeleton, shrinkage:
    • ~ της οικονομίας |
    • η λιτότητα της γραφής κατάντησε να σημαίνει ~ της γλώσσας (Dizikirikis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσκελέτωσις, der of αποσκελετώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες