Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσιδήρωση η [aposiδírosi] Ο33 : (ιατρ.) ελάττωση των ποσοστών του σιδήρου που πλεονάζει στο αίμα.
[λόγ. απο- σίδηρ(ος) -ωσις > -ωση μτφρδ. αγγλ. deferrization]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσιδήρωση [aposi∂írosi] η, (L) med
- reduction of the amount of iron in the body:
- συχνές μεταγγίσεις και σωστή ~ δίνουν ζωή σε τέτοιους ασθενείς
[fr kath (neol Koumanoudis) αποσιδήρωσις, der of *αποσιδηρώ (-όω)]
- reduction of the amount of iron in the body:



