Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσβολωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσβολωμένος, -η, -ο [apozvoloménos]
  • taken aback, dumfounded, astonished, stunned, bewildered (near-syn κατάπληκτος, ξαφνιασμένος, σαστισμένος):
    • άκουγε, έμεινε, έφυγε ~ |
    • οι άλλοι συγγενήδες ήταν αμίλητοι, αποσβολωμένοι απ' τη συφορά που τους βρήκε (KDaifas) |
    • μαζωχτήκανε όλοι στην πλώρη, αποσβολωμένοι κι ανήμποροι να ξηγήσουνε τα όσα βλέπανε (Bastias) |
    • με κοίταζε ~· σα να είχε χάσει τη μιλιά του (Terzakis)

[ppp of αποσβολώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες