Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσβένω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσβένω [apozvéno] -ομαι Ρ αόρ. απόσβεσα, απαρέμφ. αποσβέσει, παθ. αόρ. αποσβέστηκα, απαρέμφ. αποσβεστεί (συνήθ. στο αορ. θ.) : αποπληρώνω ένα χρέος ή κάνω απόσβεση: Aποσβέστηκε το χρέος / η αξία των μηχανημάτων.

[λόγ. < αρχ. ἀποσβέν(νυμι) `σβήνω΄ μεταπλ. κατά τα άλλα ρ. για προσαρμ. στη δημοτ., σημδ. του λαϊκού σβήνω & του γαλλ. éteindre]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go