Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορρόφηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορρόφηση η [aporófisi] Ο33 : η ενέργεια του απορροφώ. 1. η διείσδυση μιας υγρής ή αέριας ουσίας σε ένα υλικό και η συγκράτησή της από αυτό: H ~ του νερού από το χώμα / της υγρασίας από τους τοίχους και από τα θεμέλια του σπιτιού. H ~ των θρεπτικών συστατικών από τον ανθρώπινο οργανισμό. || (φυσ.): ~ φωτός / ήχου / θερμότητας, της μεταφερόμενης ενέργειάς τους όταν περνούν μέσα από ένα σώμα. 2. (μτφ.) α. η κατανάλωση προσφερόμενων αγαθών ή η απασχόληση διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού: H ~ των ελληνικών προϊόντων από τις ξένες αγορές. H ~ του δανείου. H ~ ειδικευμένου προσωπικού από ελληνικές εταιρείες. β. συγχώνευση: H ~ μικρών βιομηχανικών μονάδων από μεγάλες βιομηχανίες. γ. ολοκληρωτική διάθεση του χρόνου ή του ενδιαφέροντος κάποιου σε κτ.: Είναι τόσο μεγάλη η απορρόφησή του από τη δουλειά, ώστε να αδιαφορεί για όλα τα άλλα.

[λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. absorption]

[Λεξικό Γεωργακά]
απορρόφηση [aporófisi] η, gen απορροφήσεως & απορρόφησης, (L)
  • ① drawing up or off, attraction (of gases etc), suction, (near-syn αναρρόφηση 2b):
    • μηχάνημα απορροφήσεως σκουπιδιών |
    • οι απορροφητήρες κατέρριψαν κάθε ρεκόρ, επιτυγχάνοντας 580 κυβικά μέτρα ~ την ώρα
  • ⓐ absorption, interception:
    • στο χώρο του Aιγαίου υπάρχει έντονη ~ της σεισμικής ενέργειας
  • ② physiol absorption, ingestion:
    • η μέθοδος απορροφήσεως της ουσίας αυτής από τον οργανισμό και οι παρενέργειές της δεν είναι γνωστές |
    • ο υψηλός βαθμός θερμοκρασίας ευκολύνει την ~ του κρόκου και την αύξηση του εμβρύου (Segditsas)
  • ⓑ absorbed or ingested (noxious) matter:
    • είχε προσβληθεί από αμυγδαλίτιδα· αναζωπυρώθηκε έτσι από τις απορροφήσεις ένα παλαιό του έλκος (Terzakis)
  • ③ fig absorption, assimilation, integration, incorporation (near-syn αφομοίωση):
    • ~ των προσφύγων, του πλεονάζοντος πληθυσμού |
    • ~ των στοιχείων της παράδοσης |
    • γίνονται δημόσια έργα για την ~ των στοιχείων της παράδοσης |
    • γίνονται δημόσια έργα για την ~ των ανέργων εργατών |
    • παρουσιάζεται επικράτηση του ελληνικού στοιχείου και βαθμιαία ~ των υπολειμμάτων των Σλάβων (Vacalop, adapted) |
    • όταν μιλούμε για γλωσσική αφομοίωση, δεν εννοούμε και ~ των ξένων από την αμερικανική χοάνη (Palaiologos) |
    • η βιομηχανική καθυστέρηση στέκεται εμπόδιο στην ~ αυτού του δυναμικού (Zachareas)
  • ⓒ absorption, utilization, consumption (near-syn κατανάλωση):
    • ~ της παραγωγής ρετσίνας, ροδάκινων |
    • ~ ξένων κεφαλαίων στην οικονομία |
    • θυσιάζει ένα μέρος από τα κέρδη του στην έκδοση έργων προορισμένων σε βραδύτερη ~ (Dimaras)
  • ⓓ taking over, absorption, engulfing:
    • οι κομμουνιστές ελπίζανε στην ταχύτερη ~
  • ④ engrossment, preoccupation, absorption (syn προσήλωση):
    • ~ από τα μαθήματα |
    • έπαιξε με πλήρη συνείδηση, με πλήρη ~, έμπνευση (Athanasiadis-N) |
    • η τέχνη γεννάει βαθύτατη συγκίνηση κι ~ (Andronikos)

[fr kath (neol Koumanoudis) απορρόφησις, der of απορροφώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες