Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορροή η [aporoí] Ο29 : α.(λόγ.) ροή προς τα έξω· εκροήα. ANT εισροή. β. (γεωλ.) η κίνηση του νερού πάνω στην επιφάνεια της γης από υψηλότερα προς χαμηλότερα σημεία εξαιτίας της βαρύτητας: H ~ των υδάτων. Λεκάνη απορροής, τοπογραφικός σχηματισμός από όπου τα υπόγεια ή τα επιφανειακά νερά διοχετεύονται σε ποταμό ή σε χείμαρρο.
[λόγ.: α: αρχ. ἀπορροή· β: σημδ. γαλλ. écoulement]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορροή [aporoí] η, (L)
- ① flowing off, outflow (syn εκροή):
- λεκάνη απορροής περιβάλλει τη λίμνη
- ⓐ phys emission (in the form of rays), emanation:
- ραδιενεργός ~
- ② fig flowing forth, emanation, effusion:
- με βαθμιαία ~ και απομάκρυνση από την αρχή εξηγείται η ιεραρχία της δημιουργίας (Tatakis) |
- από καμιά μεγάλη δημιουργία δε λείπει η ~ στοιχείων μορφωτικών (Kakridis) |
- η φύση γίνεται ένα ξεχείλισμα από τη θεία ουσία, μια ~ (Theodoridis)
- ⓑ product of emanation, emanation, effusion, efflux (syn απόρροια 1):
- το ωραίο απορρέει από την ψυχή, που κι αυτή είναι ~ του θείου (Papanoutsos) |
- οι ψυχολογικοί αυτοί παράγοντες, σαν μια φυσική ~, επέρασαν στον κόσμο τον ανίδεο από γράμματα (Dimaras)
[fr kath απορροή ← PatrG ← K, AG]
- ① flowing off, outflow (syn εκροή):



