Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορημένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απορημένα [aporiména] adv (& απορεμένα)
  • wonderingly, surprisedly:
    • σήκωσε το δεξί της φρύδι λίγο ~ (Sevastakis) |
    • οι αισθήσεις μου ξυπνούν σαν μικρά ζώα, σηκώνοντας ~ τα κεφαλάκια τους (Vasilikos) |
    • κοίταζε ο ένας τον άλλον πολύ απορεμένα κι αμήχανα (Karagatsis)

[der of απορημένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες