Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορημένα [aporiména] adv (& απορεμένα)
- wonderingly, surprisedly:
- σήκωσε το δεξί της φρύδι λίγο ~ (Sevastakis) |
- οι αισθήσεις μου ξυπνούν σαν μικρά ζώα, σηκώνοντας ~ τα κεφαλάκια τους (Vasilikos) |
- κοίταζε ο ένας τον άλλον πολύ απορεμένα κι αμήχανα (Karagatsis)
[der of απορημένος]
- wonderingly, surprisedly:



