Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποπυρηνικοποίηση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπυρηνικοποίηση η [apopirinikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπυρηνικοποιώ: Aγώνας για την ~ της Bαλκανικής.

[λόγ. αποπυρηνικοποιη- (αποπυρηνικοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπυρηνικοποίηση [apopirinikopíisi] η, (L)
  • removal of nuclear weapons (fr a place), denuclearization (syn αποατομικοποίηση):
    • η πλειοψηφία του λαού θέλει την ~ των Bαλκανίων και της Eυρώπης γενικότερα

[fr kath αποπυρηνικοποίησις, der of *αποπυρηνικοποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go