Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπροσανατολισμός ο [apoprosanatolizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπροσανατολίζω: H τηλεόραση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατηγορούνται συχνά ότι συμβάλλουν στο γενικό αποπροσανατολισμό του κοινού. Aυτού του είδους η συζήτηση οδηγεί σε πλήρη αποπροσανατολισμό.
[λόγ. αποπροσανατολισ- (αποπροσανατολίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. désorientation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπροσανατολισμός [apoprosanatolizmós] ο,
- L distraction, disorientation, confusion:
- ~ του λαού από την πραγματικότητα, τα εθνικά προβλήματα |
- ~ της εξωτερικής πολιτικής |
- φιλοκυβερνητικές εφημερίδες άρχισαν μια εκστρατεία αποπροσανατολισμού των εργαζομένων |
- η δραστηριότητα των πλαστογράφων αποβλέπει στον αποπροσανατολισμό και στη δημιουργία συγχύσεως
[der of αποπροσανατολίζω]
- L distraction, disorientation, confusion:



