Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπνικτικά [apopniktiká] adv (& D αποπνιχτικά)
- in a manner causing suffocation, suffocatingly, stiflingly (syn ασφυκτικά, πνιγερά):
- μυρίζει αποπνιχτικά |
- ~ βαριά σιωπή |
- η σκόνη τύλιγε ~ τις δυο μεγάλες πολιτείες (Zappas) |
- σε σφίγγει ~ ο κορσές (Petsalis) |
- μια βλάστηση οργιαστική σκεπάζει ~ το έδαφος (Ouranis) |
- ένοιωθε την πηχτή ατμόσφαιρα να τον βαραίνει ~ (MNikolaidis)
[der of αποπνικτικός]
- in a manner causing suffocation, suffocatingly, stiflingly (syn ασφυκτικά, πνιγερά):



