Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπνικτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποπνικτικά [apopniktiká] adv (& D αποπνιχτικά)
  • in a manner causing suffocation, suffocatingly, stiflingly (syn ασφυκτικά, πνιγερά):
    • μυρίζει αποπνιχτικά |
    • ~ βαριά σιωπή |
    • η σκόνη τύλιγε ~ τις δυο μεγάλες πολιτείες (Zappas) |
    • σε σφίγγει ~ ο κορσές (Petsalis) |
    • μια βλάστηση οργιαστική σκεπάζει ~ το έδαφος (Ouranis) |
    • ένοιωθε την πηχτή ατμόσφαιρα να τον βαραίνει ~ (MNikolaidis)

[der of αποπνικτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες