Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπνιγμός [apopniγmós] ο, (L)
- ① suffocation, choking (syn πνιγμονή, πνιγμός, πνίξιμο):
- πέθανε από αποπνιγμό
- ② fig extinction, destruction, repression, suffocation (syn κατάπνιξη):
- ~ της επανάστασης |
- δεν είναι παρά είκοσι οικογένειες, εκτεθειμένες στον κίνδυνο του αποπνιγμού (Athanasiadis-N)
[fr kath αποπνιγμός ← LK, der of ἀποπνίγω]
- ① suffocation, choking (syn πνιγμονή, πνιγμός, πνίξιμο):



