Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπληξία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπληξία η [apopliksía] Ο25 : (ιατρ.) αιφνίδια παράλυση ως αποτέλεσμα βλάβης κάποιου τμήματος του εγκεφάλου.

[λόγ. < αρχ. ἀποπληξία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπληξία [apopliksía] η, (& Xenop αποπνιξία) (L) med
  • apoplexy, seizure, stroke (syn συμφόρηση L, κόλπος, νταμπλάς):
    • εγκεφαλική, πνευμονική ~ |
    • προσβολή αποπληξίας |
    • έπαθε ~ |
    • πέθανε από ~ |
    • μικρές αποπληξίες συμβαίνουν πριν από τη μεγάλη που μπορεί να είναι και μοιραία |
    • είχε φοβηθεί για καλά πως της μητέρας της της ήρθε αποπνιξία (Xenop) |
    • βαριά στενοχώρια ωσάν ~ χύθηκε στο ζαρωμένο του πρόσωπο (Petsalis) |
    • νόμιζαν ότι νυχτερινή συνάντηση με ήρωα μπορεί να προκαλέσει ~

[fr kath αποπληξία ← postmed (Somavera) ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες