Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπλανητής [apoplanitís] ο, (L)
- seducer, debaucher (syn ξελογιαστής, πλανευτής):
- ~ ανηλίκων |
- ο Δον Zουάν δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ~ γυναικών (Ouranis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποπλανητής, der of αποπλανώ]
- seducer, debaucher (syn ξελογιαστής, πλανευτής):



