Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπλανητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποπλανητής [apoplanitís] ο, (L)
  • seducer, debaucher (syn ξελογιαστής, πλανευτής):
    • ~ ανηλίκων |
    • ο Δον Zουάν δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ~ γυναικών (Ouranis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποπλανητής, der of αποπλανώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες