Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπλάνεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποπλάνεμα [apoplánema] το,
  • deception, deceit, delusion (syn αποπλάνηση 1, εξαπάτηση, ξεπλάνεμα, παραπλάνηση):
    • μόνον η αισθητική αξία της εικόνας μάς αποπλανεύει και σ' αυτό το ~ είναι άφθαστος τεχνίτης ο Πλάτων (Theodorakop)

[der of αποπλανεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες