Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποπάτηση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπάτηση η [apopátisi] Ο33 : (παρωχ.) η ενέργεια του αποπατώ· χέσιμο, αφόδευση.

[λόγ. < ελνστ. ἀποπάτη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπάτηση [apopátisi] η, (L)
  • bowel movement, defecation (syn ανάγκη 2e, αφόδευση, κένωση L, χέσιμο):
    • το υπόλειμμα από φυτικές ίνες στο παχύ έντερο υποβοηθεί την ~

[fr kath αποπάτησις ← PatrG, K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go