Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποπάτημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπάτημα το [apopátima] Ο49 : (παρωχ.) αυτό που προέρχεται από την αποπάτηση· σκατό, κόπρανο, περίττωμα.

[λόγ. < αρχ. ἀποπάτημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπάτημα [apopátima] το, (L)
  • excrement, feces, stool (syn κόπρανο, περίττωμα L, σκατό)

[fr kath αποπάτημα ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go