Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπά
54 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αποπά, επίρρ.,
βλ. απεπά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αποπά [apopá] adv, region. (Cycl,
  • Crete etc) fr this place, fr here (syn αποδώ 1):
    • φύγε ~!

[fr postmed (Erotokr) αποπά, cpd w. επά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπαγοποιώ [apopaγopió] αποπαγοποιεί, aor subj αποπαγοποιήσω, (L)
  • remove fr a frozen or fixed state, unfreeze (syn ξεπαγώνω):
    • η κυβέρνηση θα αποπαγοποιήσει τη διένεξη για το κυπριακό

[neol, cpd w. παγοποιώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αποπαγώνω.
  • Κάνω κάπ. να παγώσει εντελώς·
    • (παθ., εδώ μεταφ.) μένω σύξυλος από κ.:
      • O ξένος εκ το μήνυμαν ευθύς απεπαγώθην (Λόγ. παρηγ. O 701).

[<πρόθ. από + παγώνω. Η λ. (όω) στον άγ. Νεόφυτο τον Έγκλειστο (βλ. και LBG, λ. όομαι) και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπαγώνω [apopaγóno] aor αποπάγωσα
  • ① intr freeze completely (syn ξεπαγιάζω):
    • αποπαγώσαμε πάνω στο βουνό
  • ② trans freeze s.o. or sth completely:
    • ίδρωτας κρύος με αποπάγωσε (Palam)
  • ③ car, aviat etc remove the ice fr, de-ice (near-syn ξεπαγώνω):
    • ~ τα φτερά του αεροπλάνου

[fr MG (12th c.) αποπαγώνω, cpd w. παγώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπάγωση [apopáγosi] η, (L) car, aviat etc
  • removal of the ice fr, de-icing (near-syn απόψυξη, ξεπάγωμα)

[der of αποπαγώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπαγωτικό [apopaγotikó] το, (L) car, aviat etc
  • substance or device used for de-icing, de-icer

[substantiv. n of αποπαγωτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπαγωτικός, -ή, -ό [apopaγotikós] (L) car, aviat etc
  • aimed at or used for de-icing:
    • αποπαγωτικό σύστημα, υγρό

[der of αποπαγώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπαδά [apopa∂á] adv
  • fr this place, fr here (syn αποδώ 1):
    • έφυγε, λείπει ~

[cpd of αποπά & δα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπαδαπάνω [apopa∂apáno] adv
  • up here (syn εδωπάνω):
    • κάθισε, στάθηκε ~

[cpd of αποπαδά & απάνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες