Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποξεσκίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποξεσκίζω [apoksescízo] aor αποξέσκισα, mediop αποξεσκίζομαι, aor αποξεσκίστηκα
  • ① tear completely:
    • το παντελόνι του αποξεσκίστηκε |
    • μην το ξαναφορέσεις αμπάλωτο κι αποξεσκιστεί
  • ② mi αποξεσκίζομαι fig debauch o.s. excessively, behave indecently and shamelessly (syn ξεσκίζομαι):
    • αποξεσκίστηκε η γυναίκα του στα καμπαρέ

[cpd w. ξεσκίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες