Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονύχτερο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
απονύχτερο [aponíxtero] το,
  • night (syn νύχτα):
    • τ' ~ φυσά κρύο εκεί ψηλά (KChatzop) |
    • poem το τρίτο πια ~ γροικάει θροϊχτή φωνή .. (Kazantz Od 7.234)

[substantiv. n of απονύχτερος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονύχτερος, -η, -ο [aponíxteros]
  • ① pertaining to or happening during the night, nocturnal (syn νυχτερινός, νυχτιάτικος):
    • ~ άνεμος, ουρανός |
    • απονύχτερη ανταύγεια, δροσιά, ησυχία |
    • απονύχτερη αντάμωση |
    • την απονύχτερη ώρα, που γύριζα στο σπίτι μου, ένα κατακόκκινο φεγγάρι με κοίταζε (Xenop) |
    • η απονύχτερη ανάσα της λίμνης κλαδώνεται νοτίζοντας γλυκά τον αέρα (Terzakis)
  • ② being outside at night, nocturnal (near-syn νυχτωμένος):
    • ~ διαβάτης |
    • ανάμεσα στο απονύχτερο αυτό πλήθος τριγύριζαν ανθοπώλες, φιστικάδες κλ (Xenop) |
    • poem μα είδα απονύχτερα πουλιά να φεύγουν κρώζοντας βραχνά (Zotos)

[fr postmed *απονύκτερος, cpd of απο- & AG, K νύκτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες