Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονύχτερα [aponíxtera] adv
- at night, by night (syn νυχτιάτικα):
- poem .. σα λουστώ ~, μιαν αστραψιά αναβράει | τριγύρα από φωσφόρισμα .. (Sikel)
[der of απονύχτερος]
- at night, by night (syn νυχτιάτικα):



