Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονύχι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απονύχι [aponí] το,
  • clipped-off piece of nail, nail clipping:
    • μην πετάς τ' απονύχια σου κάτω

[cpd w. νύχι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες