Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονιψίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απονιψίδι [aponipsí∂i] το,
  • wastewater fr bath (syn απόνιμμα)

[der of απονίβω (aor stem απονιψ-) w. suff -ίδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες