Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονιά η [aponá] Ο24 : η ιδιότητα του άπονου, η έλλειψη συμπόνιας, οίκτου· ψυχική σκληρότητα, ασπλαχνία: Tον πικραίνει η σκληρότητα και η ~ του κόσμου.

[μσν. απονιά < ελνστ. ἀπονία `έλλειψη πόνου΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., αρχ. σημ.: `τεμπελιά΄, κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πόνος]

[Λεξικό Κριαρά]
απονιά η.
  • Aναλγησία, ασπλαχνία:
    • Tέτοια μεγάλην απονιά λογιάζω πως δεν είδα (Πανώρ. A´ 365).

[αρχ. ουσ. απονία (DGE). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονιά [aponjá] η,
  • heartlessness, pitilessness, cruelty (syn αλυπησιά):
    • απέραντη, απίστευτη ~ |
    • η ~ του κόσμου, της μοίρας, του χειμώνα |
    • έδειξε μεγάλη ~ |
    • παιδεύαμε τις κάμπιες με μια παιδιάτικη ~ (KPolitis) |
    • τον εγκατέλειψες κ' είχες την ~ να του αφήσεις ένα σκέτο στρώμα για κοροϊδία (Tachtsis) |
    • folks. γιατί βαστάς τέτοι' ~ σ' εμένα, καημένο; (Passow) |
    • rembetiko song .. την καρδιά μου η ~ σου την πληγώνει (IPetrop)

[fr postmed απονιά ← MG απονία (so Pontic), der of άπονος; cf AG, K 'non-exertion; freedom fr pain']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες