Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονεριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απονεριά [aponerjá] η, s. απονέρι το, 2
:
  • poem .. μια τσεκουριά | στη γούμενα της άγκυρας | κι οπ!, κόχλασεν η ~ (Velmyras)

[der of απονέρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες