Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονενοημένα [aponenoiména] adv (L)
- in desperation, despondently (syn απεγνωσμένα):
- οι γυναίκες περιφέρονται στο κατάστρωμα και γνέφουν ~
[der of απονενοημένος]
- in desperation, despondently (syn απεγνωσμένα):



