Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονήρευτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απονήρευτα [aponírefta] adv
  • guilelessly, innocently, naively (syn αθώα, syn phr με αφέλεια):
    • μίλησε, ρώτησε ~ |
    • αυτές εδώ ανοίγονται μ' απόλυτη εμπιστοσύνη, ~ (Terzakis) |
    • κάθεται στο παράθυρο με το εργόχειρό της, τάχα ~ (Petsalis)

[fr postmed (Somavera) απονήρευτα, der of απονήρευτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες