Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονήρευτα [aponírefta] adv
- guilelessly, innocently, naively (syn αθώα, syn phr με αφέλεια):
- μίλησε, ρώτησε ~ |
- αυτές εδώ ανοίγονται μ' απόλυτη εμπιστοσύνη, ~ (Terzakis) |
- κάθεται στο παράθυρο με το εργόχειρό της, τάχα ~ (Petsalis)
[fr postmed (Somavera) απονήρευτα, der of απονήρευτος]
- guilelessly, innocently, naively (syn αθώα, syn phr με αφέλεια):



