Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονέρι [aponéri] το, usu pl απονέρια τα,
- ① waste or refuse water (syn απόνερο 1):
- γονάτισε μπρος στο ρυάκι, όπου έτρεχε ένα ~, έπλυνε όπως μπόρεσε τη σκύλα (Prevelakis) |
- τα κεραμίδια αποστάζουν κόμπο τον κόμπο τ' απονέρια (Terzakis) |
- poem .. μεθυσμένος | .. απονέρια | θα πίνει των λουτρών (Stavrou Ar)
- ② naut waves or turbulence of water produced by sailing ship (fish etc), wake, track (syn απονεριά, απόνερο 2):
- το γιούσουρι ακολουθούσε τ' απονέρια που έστρωνε η πρύμη (Karkavitsas) |
- τ' απονέρια του ψαριού τού έδειχναν ακόμη το διάβα του (id.) |
- τα δυο αφρισμένα απονέρια ζερβόδεξα, που κάνανε με το σβούρισμα οι τροχοί, φαρδαίνουν όσο έτρεχε το βαπορόπουλο (Vlami)
[cpd w. νερό]
- ① waste or refuse water (syn απόνερο 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονεριά [aponerjá] η, s. απονέρι το, 2
- :
- poem .. μια τσεκουριά | στη γούμενα της άγκυρας | κι οπ!, κόχλασεν η ~ (Velmyras)
[der of απονέρι]



