Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απονάρκωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονάρκωση η [aponárkosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποναρκώνω.

[λόγ. < αρχ. ἀπονάρκω(σις) `έλλειψη αίσθησης΄ -ση & σημδ. γαλλ. engourdissement]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονάρκωση [aponárkosi] η, (L)
  • mental torpor, lethargy, stupor (syn αποκάρωμα 2):
    • τα μέσα μαζικής επικοινωνίας υπηρετούν την πνευματική ανάπτυξη ή την ~ και την αδιαφορία; (Peponis, adapted) |
    • θα ήταν ~

[fr kath απονάρκωσις ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go